Οὐρανίδης
From LSJ
Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.
English (LSJ)
ου, Dor. -ᾱς, α, ὁ,
A son of Uranos, Hes. Th.486; Οὐ. Κρόνος Pi.P.3.4; Οὐρανίδαι the Titans, Hes. Th.502; the gods, Pi.P. 4.194, Cerc.4.39, Call.Jov.3, etc.
Greek (Liddell-Scott)
Οὐρᾰνίδης: -ου, ὁ, υἱὸς τοῦ Οὐρανοῦ, Ἡσ. Θεογ. 486˙ Οὐρ. Κρόνος Πινδ. Π. 3. 5˙ - Οὐρανίδαι, οἱ Τιτᾶνες, Ἡσ. Θ. 502, Πίνδ., κλ.