Οὐρανίδης

From LSJ

ἔνθα οὐκ ἔστι πόνος, οὐ λύπη, οὐ στεναγμός, ἀλλὰ ζωὴ ἀτελεύτητοςwhere there is no pain, no sorrow, no sighing, but life everlasting

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Οὐρᾰνίδης Medium diacritics: Οὐρανίδης Low diacritics: Ουρανίδης Capitals: ΟΥΡΑΝΙΔΗΣ
Transliteration A: Ouranídēs Transliteration B: Ouranidēs Transliteration C: Ouranidis Beta Code: *ou)rani/dhs

English (LSJ)

Οὐρανίδου, Dor. Οὐρανίδας, α, ὁ, son of Uranos, Hes. Th.486; Οὐ. Κρόνος Pi.P.3.4; Οὐρανίδαι = the Titans, Hes. Th.502; the gods, Pi.P. 4.194, Cerc.4.39, Call.Jov.3, etc.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
fils d'Uranus.
Étymologie: Οὐρανός.

Russian (Dvoretsky)

Οὐρᾰνίδης: дор. Οὐρᾰνίδᾱς, ου (ῐ) ὁ
1 Уранид, сын Урана, т. е. Крон(ос) Hes., Pind.;
2 pl. Οὐρανίδαι (дор. gen. Οὐρανιδᾶν) Hes., Pind. = οἱ Τιτᾶνες.

Greek (Liddell-Scott)

Οὐρᾰνίδης: -ου, ὁ, υἱὸς τοῦ Οὐρανοῦ, Ἡσ. Θεογ. 486· Οὐρ. Κρόνος Πινδ. Π. 3. 5· - Οὐρανίδαι, οἱ Τιτᾶνες, Ἡσ. Θ. 502, Πίνδ., κλ.

Greek Monotonic

Οὐρᾰνίδης: -ου, ὁ, γιος του Ουρανού, δηλ. ο Κρόνος, σε Ησίοδ., Πίνδ.· Οὐρανίδαι, οι Τιτάνες, σε Ησίοδ.

Middle Liddell

Οὐρᾰνίδης, ου, ὁ,
son of Uranus, Hes., Pind.: —Οὐρανίδαι the Titans, Hes.