διοίκησις

From LSJ
Revision as of 11:08, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_8)

Ἔνεισι καὶ γυναιξὶ σώφρονες τρόποι → Insunt modesti mores etiam mulieri → Auch Frauen haben in sich weise Lebensart

Menander, Monostichoi, 160
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διοίκησις Medium diacritics: διοίκησις Low diacritics: διοίκησις Capitals: ΔΙΟΙΚΗΣΙΣ
Transliteration A: dioíkēsis Transliteration B: dioikēsis Transliteration C: dioikisis Beta Code: dioi/khsis

English (LSJ)

εως, ἡ, prop.

   A housekeeping: hence, generally, internal administration, τῆς πόλεως Pl.Prt.319d, cf. Arist. Pol.1287a6, Lys.30.22, etc.; ἐγκύκλιος δ. Arist.Ath.43.1; κοινὴ δ. Aeschin.2.149; esp. of financial administration, δ. ἱερὰ καὶ ὁσία D. 24.96, cf. X.HG6.1.2; department of finance in Egypt, PTeb.7.4 (ii B. C.), al.; ὅπως . . ἡ δ. γένηται ἱκανή Decr. ap. D.24.27; ὁ ἐπὶ τῇ δ. treasurer, IG2.251, al., Poll.8.113; ὁ ἐπὶ τῆς διοικήσεως IG22.677, Decr. ap. D.18.38 (in Egypt, = διοικητής, PRev.Laws19.7); τὰ περιόντα χρήματα τῆς δ. D.59.4.    2 farming, renting, [χλωρῶν] PTeb.61 (a).206 (ii B. C.), etc.    II = Lat. conventus, assize-district, Str.13.4.12, Cic.Fam.13.53.2, 67.1, OGI458.65 (Eumenia); later, group of provinces, CIL3.352 (iv A. D.), etc.

Greek (Liddell-Scott)

διοίκησις: -εως, ἡ, κυρίωςτήρησις καὶ ἐπιμέλεια οἴκου, Δημ. 1111. 10˙ καθόλου, κυβέρνησις, διεύθυνσις, διοίκησις, τῆς πόλεως Πλάτ. Πρωτ. 319D, κτλ.˙ ἰδίως τῶν οἰκονομικῶν πραγμάτων, ὅπως… ἡ δ. γένηται ἱκανὴ Δημ. 728. 24˙ ὁ ἐπὶ τῆς διοικήσεως, ὁ διευθύνων τὰ οἰκονομικά, Ψήφισμα παρὰ Δημ. 238. 14. , 730. 24˙ ἐντεῦθεν, αἱ δαπάναι, τὰ ἔξοδα, Λυσ. 185. 21, παρὰ Δημ. 1111. 10. , 1346. 21. , 1359. 9. ΙΙ. Ρωμαϊκὴ ἐπαρχία ἐκ τῶν μικροτέρων, Στράβων 629, Κικ. Fam. 13. 52, 67, Συλλ. Ἐπιγρ. 3902 b· κεῖται καὶ ἐπὶ τῆς Αἰγύπτου, 4693. 2) ἐκκλησιαστική τις διαίρεσις, ἡ δικαιοδοσία ἐπισκόπου, «ἐπαρχία», Ἐκκλ.