ἵστωρ
Greek (Liddell-Scott)
ἵστωρ: ἢ ἴστωρ, ορος, ὁ, ἡ, (ἴδε ἐν τέλει)· - σοφός, συνετός, ἔμπειρος, γινώσκων τοὺς νόμους καὶ τὸ δίκαιον, κριτής, ἐπὶ ἴστορι πεῖραρ ἑλέσθαι, «ἐπὶ κριτῇ» (Σχόλ.), Ἰλ. Σ. 501· ἴστορα δ’ Ἀτρείδην Ἀγαμέμνονα θείομεν ἄμφω Τ. 486· ϝίστορες, διαιτηταί, Ἐπιγραφ. Βοιωτ. Keil 3. 12· θεοὺς πάντας ἴστορας ποιούμενος Ἱππ. Ὅρκ. ἐν ἀρχ., πρβλ. Πολυδ. Η΄, 106· ἀχέων ἵστωρ Ἀνθ. Π. 8. 24. ΙΙ. ὡς ἐπίθ., εἰδήμων, ἔμπειρος, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 790· ἵστωρ τινός, ἔμπειρός τινος, ᾠδῆς Ὁμ. Ὕμν. 32. 2· κἀγὼ τοῦδ’ ἵστωρ, ὑπερίστωρ Σοφ. Ἠλ. 850, πρβλ. Εὐρ. Ι. Τ. 1431, Πλάτ. Κρατ. 406Β. - Πρβλ. συνίστωρ. (Οἱ Γραμμ. διδάσκουσιν ὅτι πρέπει νὰ γράφηται ἵστωρ, ὡς τὰ ἱστορέω, κτλ., Σχόλ. εἰς Ἰλ. Σ. 501, Λεξ. π. πνευμάτων: ἀναμφιβόλως παράγεται ἐκ τῆς ῥίζης ϜΙΔ (εἴδω), διότι ἔχει τὸ Ϝ παρ’ Ὁμ. καὶ γράφεται οὕτως ἐν Βοιωτ. Ἐπιγραφ., ἴδε ἀνωτ.· ὁ Κούρτ. παραβάλλει τὸ Σανσκρ. vid-v?s (gnarus), Γοτθ. veid-vôds (μάρτυς)).