τραγάκανθα
English (LSJ)
[ᾰκ], ης, ἡ,
A tragacanth, Astragalus Parnassi and creticus, Thphr.HP9.1.3, Dsc.3.20, Sor.1.123, Gal.6.636:—nom. also τραγακάνθη, Milet.1(7) No.210:—τραγάκανθος, ἡ, v. l. in Thphr.HP 9.15.8, Gal.14.303.
German (Pape)
[Seite 1132] ἡ, Bocksdorn, von dem das Gummi Traganth, Theophr., Diosc.
Greek (Liddell-Scott)
τρᾰγάκανθα: ἡ, «ῥίζα ἐστὶ πλατεῖα καὶ ξυλώδης, φαινομένη δὲ ὑπὲρ γῆς· ἀφ’ ἧς οἱ κλάδοι ταπεινοί, ἰσχυροί... καὶ ἐπ’ αὐτῶν φυλλάρια πολλά, λεπτὰς μεταξὺ ἀκάνθας ἔχοντα ἐγκρυπτομένας τοῖς φύλλοις, λευκάς, ἰσχυράς, ὀρθὰς» Διοσκ. 3, 20 (23), Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 9. 1, 3· ἐκ ταύτης γίνεται κόμμι καλούμενον τραγάκανθα, παράγεται δὲ ἀποτεμνομένης τῆς ῥίζης, διότι τότε ῥέει ὡς δάκρυον ἐξ αὐτῆς, Διοσκ. ἔνθ’ ἀνωτ.· ὡσαύτως τραγάκανθος, ἡ, διάφ. γραφ. παρὰ Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 9. 15, 8, Γαλην. τ. 13, σελ. 236, 527· - τὸ ὄνομα ἔμεινεν ἐν Πελοποννήσῳ, περὶ δὲ τὸν Παρνασσὸν ὀνομάζεται «κολλύστουπα».