πειθήμων
From LSJ
English (LSJ)
ον, gen. ονος,
A persuaded, obedient, Nonn.D.24.171,34.92, al. ; μῦθος ib.8.165. II persuading, convincing, φωνή Tryph. 456.
German (Pape)
[Seite 543] ονος, gehorsam, folgsam, τινί, Sp., wie N. T.; Christod. 1, 12; auch überredend, überzeugend, Tryphiod. 455.
Greek (Liddell-Scott)
πειθήμων: -ον, ὁ ὑπακούων, εὐπειθής, τινὶ Ἀνθ. Π. 2. 12. 2) ὁ ἔχων πίστιν, πιστεύων, Νόνν. Εὐαγγ. κ. Ἰω. 4. 15, κτλ. ΙΙ. ἐνεργ., καταπείθων, πειστικός, Wern εἰς Τρυφ. (γραπτ. Τριφ.) 455.