θρᾶνος

From LSJ
Revision as of 11:09, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_14)

Καὶ τῶν λεγόντων εὖ καλὸν τὸ μανθάνειν → It is a fine thing to learn from those who speak well

Sophocles, Antigone, 722
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θρᾶνος Medium diacritics: θρᾶνος Low diacritics: θράνος Capitals: ΘΡΑΝΟΣ
Transliteration A: thrânos Transliteration B: thranos Transliteration C: thranos Beta Code: qra=nos

English (LSJ)

ὁ, (θράομαι)

   A bench, form, Ar.Pl.545 (gen. θράνους codd., θράνου Poll.).    2 close-stool, Hp. ap. Gal.19.104.    II Archit.,    1 wooden beam, ὅσα κατέρρωγεν τοῦ τείχους ἐνδήσει θράνοις IG22.463.75; θράνους ἐπιθήσει διανεκεῖς, of beams supporting floors, ib.1668.81, cf. 1672.208.    2 ὁ θ. τοῦ νεώ the top course of masonry in a temple, ib.11(2).161A49 (Delos, iii B.C.); θ. ποικίλος PCair.Zen.445.5(iii B.C.).

German (Pape)

[Seite 1215] ὁ (verwandt mit θρόνος, θρῆνυς), Sitz, Bank, Schemel, VLL. δίφρος; Ar. Plut. 545, wo θράνους f. L. für θράνου, wird es vom Schol. ὑποπόδιον erkl. – a) Gerberbank, Poll. 1, 87, vgl. θρανεύω. – b) die Ruderbank, bes. die oberste der Reihen Ruderbänke auf den Trieren, der Sitz der θρανῖται. – c) der Nachtstuhl, Abtritt, Hippocr.

Greek (Liddell-Scott)

θρᾶνος: ὁ, (θράω) θρανίον, κάθισμα, Ἀριστοφ. Πλ. 545 (ἔνθα ἀναγνωστέον θράνου, ἀντὶ θράνους). 2) δίφρος ἀφοδευτικὸς, Ἱππ. παρὰ Γαλην. ΙΙ. θρᾶνοι, οἱ, «τὰ ξύλα τὰ κατακλείοντα τοὺς πλινθίνους τοίχους» Πολυδ. Ι΄, 49 (ἔνθα νῦν γράφεται: ἐπίθρανοι).