κοτύλη
τράγος γένειον ἆρα πενθήσεις σύ γε → you, goat, will mourn your vanished beard | you will mourn your beard like the goat in the proverb
English (LSJ)
ἡ,
A anything hollow (πᾶν τὸ κοῖλον κοτύλην ἐκάλουν οἱ παλαιοί Apollod. ap. Ath.11.479a, cf. Sch.Il.22.494). 1 small vessel, cup, Il.22.494, Od.15.312, 17.12, Ar.Fr. 350, cf. Ath.11.478d: prov., πολλὰ μεταξὺ πέλει κοτύλης καὶ χείλεος ἄκρου ib.e, Zen.5.71. b metaph., = κοτύλων, D.H.19.5. 2 cup or socket of a joint, esp. of the hip-joint, κατ' ἰσχίον, ἔνθα τε μηρὸς ἰσχίῳ ἐνστρέφεται, κοτύλην δέ τέ μιν καλέουσι Il.5.306sq., cf. Hp.Loc. Hom.6, Gal.18(2).519; also, socket of the arm, Hp.Art.7. 3 liquid measure, containing 6 κύαθοι or a 1/2 ξέστης, i.e. nearly a 1/2 pint, Hdt.6.57, Th.4.16, 7.87, Ar.Pl.436; κ. Ἀττική, Αἰγινητική, Hp.Epid. 7.3, Nat.Mul.33. b dry measure, ἀλφίτων . . τρεῖς χοίνικας κοτύλης δεούσας Ar.Fr.465; ἀλφίτων κ. μίαν Alex.221.17; prob. also a smaller measure, perh. = τρύβλιον, ὀξύβαφον, Hp.Mul.1.6. 4 hollow of the hand, Apollod. l. c., Poll.9.122, Eust.550.5; cf. ἐγκοτύλη. 5 = κοτυληδών 1, Luc.DMar.4.3. 6 in pl., cymbals, χαλκόδετοι κ. A.Fr.57.6 (anap.).
Greek (Liddell-Scott)
κοτύλη: ῠ , ἡ, πᾶν κοῖλον (πᾶν κοῖλον κοτύλην ἐκάλουν οἱ παλαιοί Ἀπολλ. παρ’ Ἀθην. 479Α, πρβλ. Σχόλ. εἰς Ἰλ. Χ. 494, Εὐστ. 1282. 42). Ι. μικρὸν ἀγγεῖον, ποτήριον, Ἰλ. Χ. 494, Ὀδ. Ο. 312, Ρ. 12· ― μεταφορ., = κοτύλων, Διον. Ἁλ. Ἐκλογ. σ. 2340 Reisk. 2) τὸ κοίλωμα ἀρθρώσεως ὀστῶν, ἰδίως τὸ τοῦ μηροῦ, Λατ. acetabulum, κατ’ ἰσχίον, ἔνθα τε μηρὸς ἰσχίῳ ἐνστρέφεται, κοτύλην δέ τέ μιν καλέουσιν Ἰλ. Ε. 306 κἑξ., πρβλ. Ἱππ. 410. 54, Γαλην.· ὡσαύτως, τὸ κοῖλον τῆς ἀρθρώσεως τοῦ βραχίονος, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 783· ― ἴδε κοτυληδὼν 3. 3) παρ’ Ἀττ., μέτρον ὑγρῶν περιλαμβάνον 6 κυάθους ἢ ½ ξέστου, σχεδὸν τὸ αὐτὸ καὶ ἡ ἡμίνα, Ἱππ. 575. 11, Ἀριστοφ. Πλ. 436, Θουκ. 4. 16., 7. 87· ― ὡσαύτως ἐν χρήσει ὡς μέτρον ξηρῶν, ἀλφίτων... τρεῖς χοίνικας κοτύλης δεούσας Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 79· ἀλφίτων κ. μίαν Ἄλεξ. ἐν «Ταρ.» 1. 17· ἴδε μέδιμνος. 4) τὸ κοῖλον τῆς χειρὸς, κοῖλον τοῦ ποδός, Ἀθήν. ἔνθ’ ἀνωτ., Πολυδ. Θ΄, 122, Εὐστ. 550. 5· ἐντεῦθεν κοτυληδὼν Ι, Λουκ. Ἐνάλ. Διάλ. 9. 4, 3, πρβλ. ἐγκοτύλη. 5) παρ’ Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 55, χαλκόδετοι κοτύλαι, κύμβαλα.