κανθήλιος

From LSJ
Revision as of 11:09, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_14)

νὺξ μὲν ἐμὸν κατέχει ζωῆς φάος ὑπνοδοτείρη → sleep-giving night hath quenched my light of life | sleep-giving night covers my light of life | night, the giver of sleep, holds the light of my life

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κανθήλιος Medium diacritics: κανθήλιος Low diacritics: κανθήλιος Capitals: ΚΑΝΘΗΛΙΟΣ
Transliteration A: kanthḗlios Transliteration B: kanthēlios Transliteration C: kanthilios Beta Code: kanqh/lios

English (LSJ)

ὁ,

   A pack-ass, Ar.Lys.290 (lyr.), Luc.Pseudol.3, POxy. 1733.4 (iii A.D.); ὄνος κ. Hermipp.9, X.Cyr.7.5.11, Pl.Smp.221e, etc.: metaph., ass, blockhead, Lysipp.7, Luc.JTr.31.

German (Pape)

[Seite 1321] ὁ (s. κάνθος), ein großer Lastesel; ὄνος Posidipp. bei Ath. X, 415 b; Plat. Gorg. 299 b Conv. 221 e; Xen. Cyr. 7, 5, 11; ὄνος Ar. Lys. 290; Luc. Pseudol. 3. – Uebertr., ein Dummkopf, βραδὺς νοῆσαι Suid.; vgl. Luc. Iup. trag. 31.

Greek (Liddell-Scott)

κανθήλιος: ὁ, = κάνθων, εἶδος μεγάλου ὄνου χρησίμου πρὸς φόρτωσιν, φορτηγὸς ὄνος, Λατ. cantherius, Ἀριστοφ. Λυσ. 290· ὡς φανερὸς γένοιο κανθήλιος ὤν Λουκ. Ψευδολογιστ. 3· ὄνος κανθήλιος Ἕρμιππος ἐν «Ἀρτοπώλισιν» 5, Ξεν. Κύρ. 7.5, 11, Πλάτ. Συμπ. 221Ε, κτλ.: -μεταφ., ὄνος, βλάξ μωρός, «χονδροκέφαλον γαϊδοῦρι», Λύσιππος ἐν Ἀδήλ. 1, Λουκ. ἐν Διῒ Τραγ. 31.