συστοιχέω

From LSJ
Revision as of 11:10, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_12)

μὴ πόνει, ὦ Ξάνθια, ἀλλὰ ἔλθε δεῦρο → Don't keep suffering, Xanthias, but come here.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συστοιχέω Medium diacritics: συστοιχέω Low diacritics: συστοιχέω Capitals: ΣΥΣΤΟΙΧΕΩ
Transliteration A: systoichéō Transliteration B: systoicheō Transliteration C: systoicheo Beta Code: sustoixe/w

English (LSJ)

   A stand in the same rank or line, of soldiers, Plb.10.23.7.    2 correspond to, τὸ Σινᾶ ὄρος . . σ. τῇ νῦν Ἱερουσαλήμ Ep.Gal. 4.25.

German (Pape)

[Seite 1044] mit, zusammen, in derselben Reihe, Linie stehen, Pol. 10, 21, 7 (vgl. συζυγέω); zu derselben Reihe, Ordnung, Art gehören, mit Einem, τινί.

Greek (Liddell-Scott)

συστοιχέω: ἵσταμαι τεταγμένος ἐν τῇ αὐτῇ σειρᾷ ἢ γραμμῇ, ἐπὶ στρατιωτῶν, Πολύβ. 10. 21, 7. 2) εἶμαι σύστοιχος πρός τι, «τὸ γὰρ Σινᾶ ὄρος ἐστὶν ἐν τῇ Ἀραβίᾳ, συστοιχεῖ δὲ τῇ νῦν Ἱερουσαλήμ, δουλεύει γὰρ μετὰ τῶν τέκνων αὐτῆς» Ἐπιστ. πρὸς Γαλάτ. δ΄, 25· περιπατῶ συμφώνως πρός τι, τῷ λόγῳ Σωκράτους Μουσών. παρὰ Στοβ. 167. 12.