συνδιατίθημι

From LSJ
Revision as of 11:10, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_5)

Ἰδίας νόμιζε τῶν φίλων τὰς συμφοράς → Tuas amicus crede amici miserias → Betracht' als eignes deiner Freunde Missgeschick

Menander, Monostichoi, 263
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνδιατίθημι Medium diacritics: συνδιατίθημι Low diacritics: συνδιατίθημι Capitals: ΣΥΝΔΙΑΤΙΘΗΜΙ
Transliteration A: syndiatíthēmi Transliteration B: syndiatithēmi Transliteration C: syndiatithimi Beta Code: sundiati/qhmi

English (LSJ)

   A help in arranging, Ἰφίτῳ σ. τὴν Ὀλυμπιακὴν ἐκεχειρίαν Arist.Fr.533, cf. Plu.Tim.24:—Med., Hierocl. Prov.p.171 B.    2 compose, put together, ἐν τῇ ψυχῇ Porph.Plot. 8.    II help in disposing, τὴν ψυχὴν πρός τι Longin.7.3, cf. 39.3; cause a sympathetic affection of, τὴν καρδίαν Diocl.Fr.59:—Pass., to be sympathetically affected together, Plu.2.443b, D.L.4.18, Jul.Ep.89b, Chor.29.75F.-R., Cod.Just.1.4.34.3; Medic., = συμπάσχω, Diocl.Fr. 38, Sor.1.50, Gal.15.88,793.    2 Gramm., of the verb, to be affected in voice, A.D.Synt.205.2.

German (Pape)

[Seite 1008] (s. τίθημι), mit oder zugleich anordnen, in einen Zustand od. eine Stimmung versetzen; Plut. Timol. 24 u. öfter; S. Emp. adv. phys. 1, 80.

Greek (Liddell-Scott)

συνδιατίθημι: βοηθῶ εἰς τακτοποίησιν, διευθετῶ ὁμοῦ ἢ ἀπὸ κοινοῦ, Ἰφίτῳ συνακμάσαι καὶ συνδιαθεῖναι τὴν Ὀλυμπιακὴν ἐκεχειρίαν Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 490, πρβλ. Πλουτ. Τιμολ. 24. ― Μέσ., Ἱεροκλ. π. Προνοίας ἐν ἀρχ. ΙΙ. συντελῶ ὅπως διατεθῇ τις κατά τινα τρόπον, τὴν ψυχὴν κατά τι Λογγῖν. 7, πρβλ. 39. ― Παθ., διατίθεμαι ὁμοῦ, συμπάσχω, Πλούτ. 2. 443Β, Διογ. Λ. 4. 18, κτλ.