ἐνόρνυμι

From LSJ
Revision as of 11:11, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_5)

ὄρνιθι γὰρ καὶ τὴν τότ᾽ αἰσίῳ τύχην παρέσχες ἡμῖν → for it was by a good omen that you provided that past fortune to us

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐνόρνῡμι Medium diacritics: ἐνόρνυμι Low diacritics: ενόρνυμι Capitals: ΕΝΟΡΝΥΜΙ
Transliteration A: enórnymi Transliteration B: enornymi Transliteration C: enornymi Beta Code: e)no/rnumi

English (LSJ)

aor. 1 ἐνῶρσα: Ep. aor. 2 Pass. ἐνῶρτο:—the only two tenses used by Hom.:—

   A arouse, stir up in a person, τῇσιν γόον ἐνῶρσεν Il.6.499; [Ἀχαιοῖς] ἀνάλκιδα φύζαν ἐνόρσας 15.62; ἐν δὲ σθένος ὦρσεν ἑκάστῳ 2.451; φόβον τινί 11.544; [μάχαν] (sc. ἄμμιν) Alc.Supp.23.12; θάρσος δ' ἐνῶρσε . . στρατῷ E.Supp.713:—Pass., arise in or among, ἐνῶρτο γέλως θεοῖσιν Il.1.599.

German (Pape)

[Seite 850] (s. ὄρνυμι), darin erregen, erwecken; τῇσιν γόον ἐνῶρσεν, er erregte Trauer in ihnen, Il. 6, 499; αὐτοῖς φύζαν ἐνῶρσας, du erregtest Flucht, Luft zu fliehen in ihnen, 15, 62; in tmesi, Ζεὺς ἐν φόβον ὄρσῃ 14, 522; ἐν δὲ σθένος ὦρσεν ἑκάστῳ καρδίῃ 2, 451; θάρσος δ' ἐνῶρσε παντὶ στρατῷ Eur. Suppl. 713; pass., ἄσβεστος δ' ἄρ' ἐνῶρτο γέλως θεοῖσιν Il. 1, 599, entstand unter den Göttern, vgl. Od. 8, 343.

Greek (Liddell-Scott)

ἐνόρνῡμι: ἀόρ. ἐνῶρσα: Ἐπικ. ἀόρ. β΄ παθ. ἐνῶρτο: οἱ μόνοι δύο χρόνοι ἐν χρήσει παρ’ Ὁμ. - Διεγείρω, μετὰ δοτ., τῇσιν δὲ γόον πάσῃσιν ἐνῶρσεν Ἰλ. Ζ. 499· αὖτις... ἀνάλκιδα φύζαν ἐνόρσας Ο. 62· ἐν δὲ σθένος ὦρσεν ἑκάστῳ Β. 451, πρβλ. Λ. 544· ἴδε Spitzn. ἐν Π. 656· θάρσος δ’ ἐνῶρσε... στρατῷ Εὐρ. Ἱκ. 713: - Παθ., διεγείρομαι ἐν ἢ μεταξύ, ἐνῶρτο γέλως θεοῖσιν Ἰλ. Λ. 599.