ὀχθίζω
From LSJ
τίκτει γὰρ κόρος ὕβριν, ὅταν πολὺς ὄλβος ἕπηται ἀνθρώποις ὁπ̣όσοις μὴ νόος ἄρτιος ἦι → satiety breeds arrogance whenever men with unfit minds have great wealth
English (LSJ)
late form of ὀχθέω, Opp.H.5.179,540;
A v. προσοχθίζω.
German (Pape)
[Seite 430] = ὀχθέω; Opp. H. 5, 540; LXX.
Greek (Liddell-Scott)
ὀχθίζω: μεταγεν. τύπος τοῦ ὀχθέω, Ὀππ. Ἁλ. 5. 179, 540· ἴδε προσοχθίζω.