αὐθαίρετος

From LSJ
Revision as of 11:12, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_19)

Γελᾷ δ' ὁ μωρός, κἄν τι μὴ γέλοιον ᾖ → The fool laughs even when there's nothing to laugh at

Menander
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αὐθαίρετος Medium diacritics: αὐθαίρετος Low diacritics: αυθαίρετος Capitals: ΑΥΘΑΙΡΕΤΟΣ
Transliteration A: authaíretos Transliteration B: authairetos Transliteration C: afthairetos Beta Code: au)qai/retos

English (LSJ)

ον,

   A self-chosen, self-elected, στρατηγοί X.An. 5.7.29; στεφανηφόρος voluntary, i.e. undertaking the duty at one's own expense, Ath.Mitt.36.159 (Syros, ii A. D.), cf. IG12(5).660,668; γυμνασίαρχος OGI583.8; συνήγορος POxy.1242.10. Adv. -τως Inscr.Magn.163.15, PLond. 2.280.7 (i A. D.).    II by free choice, of one-self, E.Supp.931; αὐ. ἐξῆλθε 2 Ep.Cor.8.17; independent, free, εὐβουλία Th.1.78; ἡ τοῦ τέλους ἔφεσις οὐκ αὐ. Arist.EN1114b6.    III of things, due to one's own choice, ὄλβος B.Fr.20; usu. of evils, self-incurred, πημοναί S.OT1231; οὐκ αὐθαίρετοι βροτοῖς ἔρωτες E.Fr.339; νόσοι . . αἱ μέν εἰσ' αὐ. ib.292.4; κίνδυνοι, δουλεία, Th.1.144, 6.40; θάνατος X.HG6.2.36; λῦπαι Men.634; δυστύχημα Id.618. Adv. -τως of free choice, LXX 2 Ma.6.19, al., Mitteis Chr.361 (iv A. D.); πείθεσθαί τινι Plu.Pel.24, independently, Luc.Anach.34.

Greek (Liddell-Scott)

αὐθαίρετος: -ον, ὑφ’ ἑαυτοῦ ἐκλεχθείς, αὐτοχειροτόνητος, στρατηγοὶ Ξεν. Ἀν. 5. 7, 29 (πρβλ. 28). ΙΙ. ὁ κατ’ ἰδίαν ἐκλογήν, ἀφ’ ἑαυτοῦ, Εὐρ. Ἱκ. 931· ἀνεξάρτητος, ἐλεύθερος, εὐβουλία Θουκ. 1. 78. ΙΙΙ. ἐπὶ πραγμάτων, ὃ αὐτὸς αἱρεῖται, αὐτὸς προκαλεῖ εἰς ἑαυτόν, ἑκούσιον, θεληματικόν, τῶν δὲ πημονῶν μάλιστα λυποῦσ’ αἵ φανῶσ’ αὐθαίρετοι Σοφ. Ο. Τ. 1231· (ἐν τῷ ἐν Ο. Κ. 523 χωρίῳ τούτων δ’ αὐθαίρετον οὐδέν, τὸ μέτρον ἀπαιτεῖ ἄλλην τινὰ λέξιν. Ὁ Ἕρμαννος προέτεινεν ἐθελητόν· ἀλλ’ ἴδε σημ. Jebb ἐν τόπῳ)· οὐκ αὐθαίρετοι βροτοῖς ἔρωτες Εὐρ. Ἀποσπ. 340· νόσοι δὲ θνητῶν αἱ μὲν εἰσ’ αὐθαίρετοι αὐτόθι 294· κίνδυνοι, δουλεία Θουκ. 1. 144., 6. 40· θάνατος Ξεν. Ἑλλ. 6. 2, 36· λύπη, ἀτύχημα, δυστύχημα Μένανδ. ἐν Ἀδήλ. 70, κτλ. Ἐπίρρ. -τως, ἀνεξαρτήτως, Λουκ. Ἀνάχ. 34.