στατικός
ὡς οὐ δικαίως θάνατον ἔχθουσιν βροτοί, ὅσπερ μέγιστον ῥῦμα τῶν πολλῶν κακῶν → since unjustly men hate death, which is the greatest defence against their many ills
English (LSJ)
ή, όν, (ἵστημι)
A causing to stand, bringing to a stand-still, Arist.Pr. 908a24; ἀρχὴ σ. principle of rest, opp. κινητική, Id.Metaph.1049b8, cf. 1019a35, Top.127b16; ἄρτου γένος σ. κοιλίας Str.17.2.5 (nisi σταλτ- legend.), cf. Philistion ap.Ath.3.115d: hence, astringent, Diph.Siph. ap. Ath.3.80f (Comp.); ἡ -κή an astringent herb, thrift, Armeria canescens, Dsc.Eup.2.87; σ. πόα ib.1.110. 2 περὶ σ. ποιήσεως, composition of στάσιμα (q.v.), title of work by Ptolemaeus, An.Boiss.4.458. II (ἵστημι A. IV) skilled in weighing, Pl.Just. 373c, 373e: ἡ -κή (sc. τέχνη) the art of weighing, Id.Chrm.166b; opp. μετρητική, Id.Phlb.55e. Adv. -κῶς Poll.4.171.
German (Pape)
[Seite 930] 1) stellend, zum Stillstehen bringend, hemmend, Medic.; ἡ στατική, ein adstringirendes Kraut, statice. – 2) wägend; ἡ στατική, die Kunst des Wägens, Plat. Phil. 55 e; ἡ στατικὴ τοῦ βαρυτέρου τε καὶ κουφοτέρου σταθμοῦ ἐστι, Charm. 166 b.
Greek (Liddell-Scott)
στᾰτικός: -ή, -όν, (ἵστημι) ὁ φέρων στάσιν, ἀναγκάζων τινὰ νὰ σταθῇ ἀκίνητο, Ἀριστ. Προβλ. 13. 5· ἄρτου γένος στ. κοιλίας Στράβ. 824· ὅθεν, στυπτικός, Δίφιλ. Σίφν. παρ’ Ἀθην. 80F· ἡ στατική, στυπτική τις βοτάνη, statice, Διοσκ. π. Εὐπορίστ. 2. 82. ΙΙ. (ἵστημι Α. IV) ἔμπειρος εἰς ζύγισιν, Πλάτ. Περὶ Δικ. 373C, E· - ἡ στατικὴ (ἐξυπακ. τέχνη), ἡ τέχνη τοῦ ζυγίζειν, ὁ αὐτ. ἐν Χαρμ. 166Β· ἀντίθετ. τῷ μετρητική, ὁ αὐτ. ἐν Φιλήβ. 55Ε· ἀρχὴ στ., ἀντίθετ. τῷ κινητική, Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 8. 8, 1, πρβλ. 4. 2, 5, Τοπ. 4.6, 6. - Ἐπίρρ. -κῶς, Πολυδ. Δ΄, 171.