λεύκωμα
Φίλος με βλάπτων (λυπῶν) οὐδὲν ἐχθροῦ διαφέρει → Laedens amicus distat inimico nihil → Ein Freund, der schadet, ist ganz gelich mir einem Feind
English (LSJ)
ατος, τό,
A tablet covered with gypsum, used as a public notice-board, ἐς λ. γράψαι, ἀναγράφειν, Lys.9.6, Lex ap.D.24.23, IG12(5).647.40 (Ceos), PHib.1.29.9 (iii B.C.), etc.: hence ἐν λευκώμασιν γραφῆναι to be posted in a list of defaulters, 'to be sold up', App.Prov.2.63; of the proscription-list, D.C.47.3; of the album of senators, Id.55.3: hence οἱ τοῦ λ. senators, Procop.Arc.29. II whiteness, Arist.Phgn.813a28. 2 a white spot in the eye, caused by a thickening of the cornea, PGrenf.1.33.14 (ii B.C.), Dsc.3.84, Gal. 14.775, Sammelb.4414.6 (ii A.D.), Aët.7.39 tit.
German (Pape)
[Seite 35] τό, das Weißgefärbte, bes. eine mit Gyps überzogene Tafel, die zu öffentlichen Bekanntmachungen gebraucht wurde, nach B. A. 277 πίναξ γύψῳ ἀληλιμμένος πρὸς γραφὴν πολιτικῶν γραμμάτων ἐπιτήδειος, so γράψαντες εἰς λεύκωμα Lys. 9, 6; εἰς λ. ἀναγράψαι, Dem. 24, 23 u. Sp., vgl. D. Cass. 55, 03, τά τε ὀνόματα συμπάντων τῶν βουλευόντων εἰς λεύκωμα ἀναγράψας ἐξέθηκε. Dah. Paroemiogr. App. 2, 63, ἐν λευκώμασιν ἐγράφης, auf die öffentliche, durch Anschlag angezeigte Versteigerung der Güter gehend. – Auch das Weiße im Ei, Sp.; – u. ein weißer Fleck im Auge, ein Fehler in der Hornhaut, der weiße Staar, Schol. Ar. Plut. 633.
Greek (Liddell-Scott)
λεύκωμα: τό, «λεύκωμά ἐστι πίναξ γύψῳ ἀληλιμμένος, πρὸς γραφὴν πολιτικῶν γραμμάτων ἐπιτήδειος» Α. Β. 277, 15, Λατ. album, ἐς λεύκωμα γράφειν ἢ ἀναγράφειν Λυσ. 114. 40, παρὰ Δημ. 707. 12, Συλλ. Ἐπιγρ. 2360. 40· ἐντεῦθεν ἐν λευκώμασιν γραφῆναι, εἰς δημοπρασίαν ἐκτεθῆναι, Παροιμιογρ.· ἐπὶ τοῦ πίνακος τῆς προγραφῆς, Δίων Κ. 47. 3, κτλ. ΙΙ. λευκότης, ἴδε ἐν λ. βάμμα. 2) λευκὴ κηλὶς ἐν τῷ ὀφθαλμῷ, παραγομένη ἐκ συμπυκνώσεως τοῦ κερατοειδοῦς, καταρράκτης, Σχόλ. εἰς Αἰσχύλ. Πρ. 498· ἐντεῦθεν, λευκωμᾰτίζομαι, Παθ., πάσχω ἐκ καταρράκτου, αὐτόθι· πρβλ. γλαύκωμα. 3) τὸ λευκὸν τοῦ ᾠοῦ, μεταγεν.