ἀπαράτρεπτος

From LSJ
Revision as of 11:14, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_4)

θυγάτριον ὡραῖον ἤδη γάμου → a girl already of marriageable age | a daughter, already marriageable

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπαράτρεπτος Medium diacritics: ἀπαράτρεπτος Low diacritics: απαράτρεπτος Capitals: ΑΠΑΡΑΤΡΕΠΤΟΣ
Transliteration A: aparátreptos Transliteration B: aparatreptos Transliteration C: aparatreptos Beta Code: a)para/treptos

English (LSJ)

   A not turned, of clothes, Phryn.PS p.52 B.    II of laws, not to be perverted, Plu.2.745d; of persons, Poll.8.10. Adv. -τως M.Ant.1.16.1.

German (Pape)

[Seite 280] ungewandt, ἱμάτια B. A. p. 29, καινά; übertr., δικαστής, unerbittlich, Poll. 8, 10; adv. unabwendbar, M. Anton. 1, 16; neben ἀπαράβατος Plut. Symp. 9, 14, 6.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπαράτρεπτος: ἀγύριστος, ἐπὶ ἱματίων «ἀπαράτρεπτα ἱμάτια τὰ καινὰ καὶ πρὶν ἢ γναφῆναι ἱμάτια» Α. Β. 29. 18. ΙΙ. ἐπὶ προσώπων καὶ πραγμάτων, ἄκαμπτος, ἀδυσώπητος, ἀμετάβλητος, τὸ βέλτιστον ἀπαράτρεπτον καὶ ἀπαράβατον, Πλούτ. 2. 745D· αὐστηρῶς δίκαιος, δικαστὴς Πολυδ. Η΄, 10. ― Ἐπίρρ. -τως Μ. Ἀντων. 1. 16.