δικότυλος

From LSJ
Revision as of 11:14, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_17)

Ζευχθεὶς γάμοισιν οὐκέτ' ἔστ' ἐλεύθερος → Haud liber ultra est, nuptiae quem vinciunt → Wer durch der Ehe Joch vereint, ist nicht mehr frei

Menander, Monostichoi, 197
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δῐκότῠλος Medium diacritics: δικότυλος Low diacritics: δικότυλος Capitals: ΔΙΚΟΤΥΛΟΣ
Transliteration A: dikótylos Transliteration B: dikotylos Transliteration C: dikotylos Beta Code: diko/tulos

English (LSJ)

ον,

   A with two rows of tentacula, like the poulp, Arist.HA525a19, PA685b12.    II holding two κοτύλαι, Hp.Int.12, Sotad.Com. 1.33, Polyaen.8.16.2.    2 Subst. δικότυλον, τό, measure of two κοτύλαι, POxy.937.27 (iii A. D.).

Greek (Liddell-Scott)

δῐκότῠλος: -ον, ὁ ἔχων δύο σειρὰς μυζητικῶν κοτυλῶν ὡς ὁ πολύπους, καὶ τῷ μονοκότυλον εἶναι μόνην (τὴν ἐλεδώνην) τῶν μαλακίων· τὰ γάρ ἄλλα πάντα δικότυλά ἐστι Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 4. 1. 8, Ζ. Μ, 4. 9, 14. ΙΙ. ὁ περιλαμβάνων δύο κοτύλας, λήκυθος Σωτάδ. ἐν Ἐγκλειομ. 1. 33.