αἱμασιά

From LSJ
Revision as of 11:15, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_9)

ζέσιν τοῦ περὶ καρδίαν αἵματος καὶ θερμοῦ → surging of the blood and heat round the heart

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αἱμᾰσιά Medium diacritics: αἱμασιά Low diacritics: αιμασιά Capitals: ΑΙΜΑΣΙΑ
Transliteration A: haimasiá Transliteration B: haimasia Transliteration C: aimasia Beta Code: ai(masia/

English (LSJ)

ἡ,

   A wall of dry stones, αἱμασιάς τε λέγειν to lay walls, Od.18.359; αἱ. λέξοντες 24.224, cf. Hdt.2.69, Theoc.7.22; αἱ. ἐγγεγλυμμένη τύποισι Hdt.2.138: of the walls of a city or fortress, Id.1.180, 191, Th.4.43; αἱ. περιοικοδομῆσαι D.55.11; ἐφ' αἱμασιῇσιν ἥμενος Theoc.1.47, cf. IG12(3).248 (Anaphe).

Greek (Liddell-Scott)

αἱμᾰσιά: ἡ, τοῖχος ἐκ ξηρῶν λίθων, λατ. maceria· αἱμασιάς τε λέγειν, κτίζω τοίχους· (ἴδε λέγω, Β. Ι. 2, αἱμασιολογέω), Ὀδ. Σ. 359· αἱμ. λέξοντες, Ω. 224., παρ’ Ἡροδ. 1.180, 191., περὶ τῶν ἐκ πλίνθων ὀπτῶν τοίχων παρὰ τὸ χεῖλος τοῦ ποταμοῦ τοῦ διαρρέοντος τὴν Βαβυλῶνα, καὶ ἁπλῶς περὶ τοίχων ὡς κατοικητηρίων τῶν σαυρῶν, ὁ αὐτ. 2. 69· αἱμ. ἐγγεγλυμμένη τύποισι, περὶ τοίχου περιβάλλοντος Αἰγυπτιακόν τινα ναόν, αὐτόθι 138· περὶ τειχίσματος, ὃ δύναταί τις νὰ ὑπερασπίσῃ, Θουκ. 4. 43· αἱμ. οἰκοδομεῖν, Δημ. 1274 ἐν τέλει· καὶ παρὰ Θεοκρ. 1. 47, κτλ. παῖς κάθηται ἐξ’ αἱμασίῃσιν· καὶ ἐν Ἐπιγρ. Ἀνάφης 343010· ἐν τῷ τόπῳ ἐν τᾷ αἱμασιᾷ ὁπεῖ ἁ ἐλαίαποτὶ τὸν Εὐδώρειον οἶκον, κτλ. (Ἡ σημασία τοῦ τοίχου εἶναι λοιπὸν ἐντελῶς βεβαία, ἡ δὲ τοῦ ἐξ ἀκανθῶν φράκτου φαίνεται στηριζομένη ἐπὶ τῆς ὑποτιθεμένης παραγωγῆς ἐκ τοῦ αἱμός. Πρβλ. Βουττμ. Λεξίλ. ἐν λ. λέγειν 8).