ἐπανηλογέω

From LSJ
Revision as of 11:15, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_3)

ἐφ' ἁρμαμαξῶν μαλθακῶς κατακείμενοι → reclining softly on litters, reclining luxuriously in covered carriages

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπανηλογέω Medium diacritics: ἐπανηλογέω Low diacritics: επανηλογέω Capitals: ΕΠΑΝΗΛΟΓΕΩ
Transliteration A: epanēlogéō Transliteration B: epanēlogeō Transliteration C: epanilogeo Beta Code: e)panhloge/w

English (LSJ)

f.l. in Hdt. 1.90 ἐπανηλόγησε πᾶσαν τὴν ἑωυτοῦ διάνοιαν (leg. ἐπαλιλλόγησε from Poll. 2.120, cf. Hdt.1.118).

Greek (Liddell-Scott)

ἐπανηλογέω: τύπος ἀμφίβολος ἐν Ἡροδ. 1. 90, ἐπανηλόγησε πᾶσαν τὴν ἑωυτοῦ διάνοιαν, ἔνθα (εἰ γνήσιον) πρέπει νὰ σημαίνῃ ἀφηγοῦμαι πάλιν: ὁ Valck. ὅμως καὶ ἄλλοι διορθοῦσιν ἐπαλιλλόγησεν ἐκ τοῦ Πολυδεύκους Βʹ, 120, πρβλ. Ἡρόδ. 1. 118. ‒ Ὁ τύπος κατηλογέω δὲν δύναται νὰ μνημονευθῇ ὡς ἀποτελῶν ἀναλογίαν, διότι ἰσοδυναμεῖ τῷ καταλογέω (τὸ δὲ ἀλογέω ἐσχηματίσθη κανονικῶς ἐκ τοῦ ἄλογος), ἐνῷ τὸ ἐπανηλογέω πρέπει νὰ ἰσοδυναμῇ τῷ ἐπαναλογέω.