πάχης
From LSJ
τὸν θάνατον τί φοβεῖσθε, τὸν ἡσυχίης γενετῆρα, τὸν παύοντα νόσους καὶ πενίης ὀδύνας → why fear ye death, the parent of repose, who numbs the sense of penury and pain
English (LSJ)
[ᾰ], ητος, ὁ, ἡ,,
A fleshy, stout, Tz.H.9.305. II πάχητες· πλούσιοι, παχεῖς, Hsch. ; cf. παχύς 11.
Greek (Liddell-Scott)
πάχης: -ητος, ὁ, ἡ, παχύς, πολύσαρκος, Εὐαγρ. Ἐκκλ. Ἱστ. 4. 7, 17, Τζέτζ. Ἱστ. 9, 304. ― Καθ᾿ Ἡσύχ.: «πάχητες· πλούσιοι, παχεῖς».