ἀπόδουλος
From LSJ
δύο ἀρνήσεις μίαν συγκατάθεσιν ποιοῦσι → two negatives make an affirmative
English (LSJ)
ὁ,
A freedman, Suid. s.v. Ἀριστοφάνης.
German (Pape)
[Seite 301] von einem Sklaven abstammend, Suid.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπόδουλος: ὁ, ἀπελεύθερος, Θεοφάνης σ. 356 κ. ἄλλοι.