σκίπων
ὁ φίλος ἐστὶν ἄλλος αὐτός → the friend is another self
English (LSJ)
ωνος, ὁ, (σκίμπτομαι)
A = σκῆπτρον, staff, Hdt.4.172, E.Hec. 65 (anap.), Cratin.239, Ar.V.727; crutch, Hp.Art.52, IG42(1).121.111 (Epid., iv B.C.); σ., γεροντικὸν ὅπλον Call.Epigr.1.7, cf. Iamb. 1.134.—The form σκίμπων occurs as v.l. in Hdt. l.c., E. l.c., etc.; σκήπων v.l. in AP6.293 (Leon.), 294 (Phan.), 7.65 (Antip.), Call. Epigr.l.c., etc., recognized also by Hdn.Epim.127, Theognost.Can.34.
German (Pape)
[Seite 899] ὁ, = σκήπτων, Stab, Stock; zuerst bei Her. 4, 172; oft mit σκήπων verwechselt, Jac. A. P. p. 198; auch σκίμπων u. σκίμπτων findet sich; lat. scipio.
Greek (Liddell-Scott)
σκίπων: -ωνος, ὁ, (σκίμπτομαι) = σκῆπτρον, «βακτηρία, ῥάβδος» Ἡσύχ., Ἡρόδ. 4. 172, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 820, Εὐρ. Ἑκ. 65, Κρατῖν. ἐν «Χειρ.» 2, Ἀριστοφ. Σφ. 727· σκ., γεροντικὸν ὅπλον Καλλ. Ἐπιγράμμ. 1. 7. ― Ὁ τύπος σκίμπων ἀπαντᾷ ὡς διάφ. γραφ. παρ’ Ἡρόδ., Εὐρ., κλπ.· σκήπων ἐν Ἀνθ. Π. 6. 293, 294., 7. 65, 89, κτλ., μνημονεύεται δὲ καὶ παρ’ Ἡρῳδιαν. ἐν Ἐπιμερ. 127, Θεόγνωστ. ἐν Ἀνεκδ. Ὀξων. 2. 34· τὸ Λατ. κύρ. ὄνομα Scipio ἑρμηνεύεται Σκιπίων παρὰ Παυσ. 8. 30, 9, Συλλ. Ἐπιγρ. 2656b (σ. 1107), Σκιπίων ἐν Ἀντιγράφ. τοῦ Πλουτ., κλπ. ― Ἴδε Κόντου Κριτικὰς καὶ Γραμμ. Παρατηρ. ἐν Ἀθηνᾶς τόμ. Ζ΄, σελ. 358.