μηλοκόμος
From LSJ
οὐ γὰρ συμφύεται τὰ πεπηγότα ὤσπερ τὰ ὑγρά (Aristotle, Meteorologica 348a.14) → since solid bodies/frozen drops cannot coalesce like liquid ones
English (LSJ)
Dor. μᾱλ-, ον,
A sheep-protecting, βόαυλα Hymn.Is.164.
German (Pape)
[Seite 173] Schaafe pflegend, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
μηλοκόμος: -ον, ὁ προστατεύων τὰ πρόβατα, βόαυλα, Ἑλλην. Ἐπιγράμμ. 1028. 74.