παρωθέω

From LSJ
Revision as of 11:18, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_14)

Ὁ κόσμος σκηνή, ὁ βίος πάροδος· ἦλθες, εἶδες, ἀπῆλθες → The world is a stage, life is your entrance: you came, you saw, you departed (Democritus fr. 115 D-K)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παρωθέω Medium diacritics: παρωθέω Low diacritics: παρωθέω Capitals: ΠΑΡΩΘΕΩ
Transliteration A: parōthéō Transliteration B: parōtheō Transliteration C: parotheo Beta Code: parwqe/w

English (LSJ)

late aor.

   A παρώθησα Lyd.Mag.2.28 :—push sideways, ἐς χώρην Hp.Art.18 ; push aside or away, reject, Ἔρωτα S.Tr.358 ; δοῦλον λέχος E.Andr.30, cf. El.1037 :—Pass., to be set aside, slighted, X. HG2.3.14 ; παρεῶσθαι καὶ ἐν οὐδενὸς εἶναι μέρει D.2.18, cf. 23.105 (in both places with v.l. παρεωρᾶσθαι).    2 supersede, Gal.14.2.    3 surpass, Lyd. l.c.    II Med., push away from oneself, reject, ξένους E.Heracl.237 ; ἄνδρα Aeschin.1.103, cf. LXX 2 Ma.4.11 ; π. [τὸν Δία] τῆς τιμῆς put him out of his place of honour, Luc. Tim.4 ; π. τὸ χρεών put fate aside, Epigr. Gr.519 (Thessalonica).    2 of Time, put off, Pl.R.471c.    3 Gramm., not to admit of, A.D.Pron.24.21, 115.16.

German (Pape)

[Seite 529] (s. ὠθέω), fortstoßen, drängen, verachten, verweigern; τἄνδον παρώσας λέκτρα, Eur. El. 1037; Troad. 656; Pol. 5, 84, 3 u. Folgde; ἔρωτα, verhehlend, Soph. Trach. 358; – bes. im med., μὴ παρώσασθαι ξένους, Eur. Heracl. 238; παρεῶσθαι, Dem. 2, 18, Schol. καταφρονεῖσθαι; Sp., περὶ τὰς πλουσίων θύρας ἀλλήλους παρωθούμενοι, Luc. Pisc. 34, der auch Tim. 4 παρωσάμενοι τῆς τιμῆς verbindet. – Von der Zeit, aufschieben, Plat. Rep. V, 471 c.

Greek (Liddell-Scott)

παρωθέω: μέλλ. -ώσω καὶ -ωθήσω· ― ὠθῶ πλαγίως, εἰς χώραν Ἱππ. π. Ἄρθρ. 794· ὠθῶ κατὰ μέροςμακράν, ἀπορρίπτω, περιφρονῶ, Ἔρωτα Σοφ. Τρ. 358· δοῦλον λέχος Εὐρ. Ἀνδρ. 30, πρβλ. Ἠλ. 1037. ― Παθ., παραμελοῦμαι, περιφρονοῦμαι, Ξεν. Ἑλλ. 2. 3, 14· παρεῶσθαι καὶ ἐν οὐδενὸς εἶναι μέρει Δημ. 23. 14, πρβλ. 655. 15 (ἐν ἀμφοτέροις τοῖς χωρίοις μετὰ διαφόρου γραφ. παρεωρᾶσθαι). 2) Μέσ., ἀπωθῶ μακράν μου, ἀπορρίπτω, Εὐρ. Ἡρακλ. 237, Αἰσχίν. 14. 38· π. τινα τιμῆς, ἀποβάλλω τῆς ἀρχῆς, Λουκ. Τίμ. 4· π. τῶν χρεών, βάλλω τὸ πεπρωμένον κατὰ μέρος, Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 519. 3) ἐπὶ χρόνου, ἀναβάλλω, Πλάτ. Πόλ. 471G.