ἐξανδρόομαι

From LSJ
Revision as of 11:19, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_3)

ἐλπίδες ἐν ζωοῖσιν, ἀνέλπιστοι δὲ θανόντες → hope is for the living, while the dead despair

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐξανδρόομαι Medium diacritics: ἐξανδρόομαι Low diacritics: εξανδρόομαι Capitals: ΕΞΑΝΔΡΟΟΜΑΙ
Transliteration A: exandróomai Transliteration B: exandroomai Transliteration C: eksandroomai Beta Code: e)candro/omai

English (LSJ)

   A come to man's years, ἐξανδρωμένος Hdt.2.63, cf. Antipho Soph.61; ἐξανδρούμενος E.Ph.32, Ar.Eq.1241.    II λόχος δ' ὀδόντων ὄφεος ἐξηνδρωμένος the host having grown to men from teeth, E.Supp.703.    III ἐξηνδρωμένον· ὀρθιάζοντα, Hsch.

German (Pape)

[Seite 868] pass., ganz zum Mann werden, das mannbare Alter erreichen; ἤδη πυρσαῖς γένυσιν ἐξανδρούμενος Eur. Phoen. 32; Ar. Equ. 1241; ἐξ- ανδρωμένος Her. 2, 64. – Bei Eur. Suppl. 725 λόχος δ' ὀδόντων ὄφεος ἐξηνδρωμένος, aus Zähnen in Männer verwandelt.

Greek (Liddell-Scott)

ἐξανδρόομαι: φθάνω εἰς ἀνδρικὴν ἡλικίαν, γίνομαι ἀνήρ, ἐξηνδρωμένος Ἡρόδ. 2. 64· ἐξανδρούμενος Εὐρ. Φοίν. 32, Ἀριστοφ. Ἱππ. 1241. ΙΙ. λόχος δ’ ὀδόντων ὄφεως ἐξηνδρωμένος, ὁ λόχος (τὸ στῖφος) ὁ ἐξανδρωθεὶς ἐκ τῶν ὀδόντων τοῦ ὄφεως, Εὐρ. Ἱκ. 703.