στῖφος
κόραξ δ' ἐπαίνῳ καρδίην ἐχαυνώθη → the flattered crow was filled with pride, the flattered crow became elate in heart
English (LSJ)
εος, τό,
A body of men in close array, A.Pers.20 (anap.), Hdt. 9.57; νεῶν στῖφος the close array of ships, A.Pers.366; σ. ποιήσασθαι Hdt.9.70; νεανιῶν στῖφος Ar.Eq.852, cf. Pax564, Th.8.92, X.Cyr.1.4.19, etc.: pl., masses, groups, Plb.2.68.4, Ph.1.445: metaph., ἁμαρτημάτων ib.322.
2 = two ἐπιξεναγίαι of light-armed, or 4096 men, Ascl.Tact.6.3, Ael.Tact.16.3, Arr.Tact.14.5.
German (Pape)
[Seite 944] εος, τό, alles Fest-. Dichtzusammengedrängte, die Schaar, ein dichtzusammengestellter Hause; νεῶν, Aesch. Pers. 358; auch πολέμου στῖφος παρέχοντες, 20; Her. 9, 57; στῖφος ποιήσασθαι, ein Biereck bilden, Ar. Equ. 849, Schol. συστροφή, τάξις πολεμική; vgl. Pax 556; οἱ βάρβαροι οὐδὲν ἔτι στῖφος ἐποιήσαντο, Her. 9, 70; τὸ ὁπλιτῶν, Thuc. 8, 92; ἱππέων συντεταγμένον, Xen. Cyr. 1, 4, 19 u. oft; τὰ στίφη τῶν πολεμίων συνταράττειν, Pol. 2, 68, 4; Sp., wie Opp. Hal. 2, 569. – [Στίφος mit kurzem ι nur bei Cratum., schlechte Schreibart.]
French (Bailly abrégé)
ion. -εος, att. -ους (τό) :
masse compacte (d'hommes, de navires, etc.) ; particul. troupe de combattants massés : στῖφος ποιήσασθαι HDT former le carré en parl. d'une troupe.
Étymologie: στείβω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
στῖφος -εος, contr. -ους, τό [~ στείβω?] dicht opeengepakte massa of menigte, vandaar milit. (afdeling soldaten in) gesloten formatie:; τῶν ὁπλιτῶν τὸ σ. de gesloten formatie van de hoplieten Thuc. 8.92.5; στῖφος ποιεῖν een gesloten formatie vormen Hdt. 9.70.4; πολέμου στῖφος παρέχειν een gesloten oorlogsformatie vormen Aeschl. Pers. 20; van schepen. Aeschl. Pers. 366.
Russian (Dvoretsky)
στῖφος: εος τό сомкнутый строй, боевая колонна (ὁπλιτῶν Thuc.; νεῶν Aesch.; σ. ἱππέων συντεταγμένον Xen.): τὰ στίφη τῶν πολεμίων συνταράττειν Polyb. приводить в замешательство боевые порядки неприятеля.
Greek Monolingual
-ους, το / στῑφος, ΝΑ, γεν. και στίφεος Α
1. πυκνό πλήθος ανθρώπων ή ζώων, αγέλη, μπουλούκι (α. «ἡλθαν τα στίφη τών βαρβάρων» β. «στίφος ακρίδων» γ. «νεανιῶν στῑφος», Αριστοφ.)
αρχ.
1. στρατιωτικό σώμα ανδρών σε πυκνή παράταξη, φάλαγγα
2. τάξη 4.096 ελαφρώς οπλισμένων ανδρών
3. μτφ. πληθώρα, πλησμονή («στίφη αμαρτημάτων», Φίλ.)
4. φρ. «νεῶν στῑφος» — πυκνή παράταξη πλοίων (Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ανάγεται πιθανότατα στην ΙΕ ρίζα steib(h)- / stib(h)- «συμπυκνώνω, συσσωρεύω, συμπιέζω» του ρ. στείβω και εμφανίζει δυσερμήνευτο μακρό φωνηεντισμό ῖ-, πιθ. εκφραστικό όπως και το παράγωγο στίβη «πρωινή δροσιά, πάχνη» του ρ. στείβω. Η λ. εμφανίζει επίσης δασύ ηχηρό σύμφωνο -φ- (πρβλ. και λιθουαν. stiebas «ιστός, στύλος», αρχ. ινδ. stibhi- «δέσμη, δεμάτι»), σε αντίθεση με τους περισσότερους τ. της οικογένειας, που εμφανίζουν μέσο ηχηρό -β- (βλ. λ. στείβω)].
-ή, -ό, Ν
βλ. στυφός.
Greek Monotonic
στῖφος: εος, τό (στείβω), συμπτυγμένο ή συμπαγές στρατιωτικό σώμα· ένα στρατιωτικό σώμα ανδρών σε πυκνή παράταξη, φάλαγγα, μάζα, συγκέντρωση, σε Ηρόδ., Αισχύλ.· νεῶν στίφος, πυκνή, συντεταγμένη παράταξη πλοίων, σε Αισχύλ.
Greek (Liddell-Scott)
στῖφος: -εος, τό, (στείβω) σῶμα καλῶς συμπεπυκνωμένον καὶ συμπαγές· σῶμα ἀνδρῶν ἐν πυκνῇ παρατάξει, φάλαγξ, Ἡρόδ. 9. 57, Αἰσχύλ. Πέρσ. 20· νεῶν στῖφος, ἡ πυκνὴ παράταξις τῶν πλοίων, αὐτόθι 366· στῖφος ποιήσασθαι Ἡρόδ. 9. 70 πρβλ. Ἀριστοφ. Ἱππ. 852, Εἰρ. 564, Θουκ. 8. 92, Ξεν. Κύρ. 1. 4, 19, κτλ.· ὡσαύτως ἐν τῷ πληθ., πλήθη, ὁμάδες, Πολύβ. 2. 68, 4, Φίλων 2. 455.
Frisk Etymological English
Grammatical information: n.
Meaning: crowd packed closely together, troop of warriors, ships etc. (Hdt., A., Ar., Th., X. etc.).
Derivatives: Besides στιφρός packed closely together, tight, compact (Ar., X., Arist., hell. a. late) with -ότης f. compactness (middl. com.), -άω to harden (Ath., Eust.).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: With στῖφος: στιφρός cf. e.g. αἶσχος: αἰσχρός, κῦδος: κυδρός. To the family of στείβω with vowellength as in στίβη hoarfrost; without direct agreement outside Greek. An IE aspirate (= Gr. φ) is prob. also found in some semantically deiviating Balto-Slav. words, e.g. Lith. stíebas mast(tree), pillar, stalk, stáibis lower shank, supporting post [note that the Baltic acute points to a b, not bh], OCS stьblь, Russ. stébelь stalk, thus in Skt. stibhi- m. bunch of flowers, bundle. Further s. στείβω; cf. στριφνός. -- From στῖφος Lat. *stīpus in stīpāre? (Tierfelder by letter). -- From στείβω neither the φ not the vowellength can be explained. So the word must be Pre-Greek.
Middle Liddell
στῖφος, ος, εος, τό, στείβω
a close-pressed or compact body: a body of men in close array, a column, mass, Hdt., Aesch.; νεῶν στῖφος the close array of ships, Aesch.
Frisk Etymology German
στῖφος: {stĩphos}
Grammar: n.
Meaning: dicht zusammengedrängter Haufe, Schar von Kriegern, Schiffen (Hdt., A., Ar., Th., X. usw.).
Derivative: Daneben στιφρός dicht zusammengedrängt, dicht, gedrungen (Ar., X., Arist., hell. u. sp.) mit -ότης f. Gedrungenheit (mittl. Kom.), -άω hart werden (Ath., Eust.).
Etymology: Zu στῖφος: στιφρός vgl. z.B. αἶσχος: αἰσχρός, κῦδος: κυδρός. Zur Sippe von στείβω mit Vokallänge wie in στί̄βη Reif; ohne direkte außergriech. Entsprechung. Eine idg. Media Aspirata (= gr. φ) liegt wahrscheinlich auch in einigen semantisch abweichenden balt.-slav. Wörtern vor, z.B. lit. stíebas Mastbaum, Pfeiler, Stengel, stáibis Unterschenkel, Tragpfosten, aksl. stьblь, russ. stébelь Stengel, ebenso in aind. stibhi- m. Rispe, Büschel. Weiteres s. στείβω; vgl. στριφνός. — Aus στῖφος lat. *stīpus in stīpāre? (Tierfelder briefl.).
Page 2,799
English (Woodhouse)
crowd, mass, press, close array
Mantoulidis Etymological
τό (=πλῆθος, πυκνή παράταξη). Ἀπό τό στείβω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
Lexicon Thucydideum
turba, manus, crowd, band, 8.92.5, [vulgo commonly στίφος]
Translations
constipation
Albanian: kapsllëk; Arabic: إِمْسَاك; Armenian: փորկապություն; Azerbaijani: qəbiz; Belarusian: запор; Bulgarian: запек; Catalan: restrenyiment; Cebuano: tubol; Chinese Mandarin: 便秘; Czech: zácpa; Danish: forstoppelse; Dutch: constipatie; Esperanto: konstipo, mallakso; Estonian: kõhukinnisus; Finnish: ummetus; French: constipation; Georgian: ყაბზობა; German: Obstipation, Verstopfung; Greek: δυσκοιλιότητα; Ancient Greek: ἀδιάρροια, ἀδιαρροίη, ἡ τῆς κοιλίης σκληρότης, πυκνότης κοιλίης, σκληρότης, στάσις τῆς γαστρός, στεγνότης, στέγνωσις, στῖφος, σφίγξις; Hebrew: עֲצִירוּת; Hindi: कब्ज, कब्ज़; Hungarian: székrekedés; Icelandic: harðlífi, hægðatregða; Indonesian: sembelit; Irish: iatacht; Italian: stipsi, stitichezza; Japanese: 便秘; Korean: 변비(便秘); Kurdish Northern Kurdish: zikgirî; Ladino Roman: durera; Latvian: aizcietējums; Macedonian: запек; Malayalam: മലബന്ധം; Maori: mate kōroke, mate kōreke; Norman: constipâtion; Norwegian Bokmål: forstoppelse, obstipasjon; Nynorsk: forstopping, obstipasjon; Persian: یبوست; Piedmontese: stitichëssa; Polish: zaparcie, zatwardzenie, obstrukcja; Portuguese: constipação, prisão de ventre; Romanian: constipație; Russian: запор, констипация; Scottish Gaelic: teanntachd-cuim; Serbo-Croatian Cyrillic: констипација, затвор; Roman: konstipacija, zatvor; Slovak: zápcha; Slovene: zaprtje; Spanish: estreñimiento; Swedish: förstoppning; Tagalog: tibi; Tamil: மலச்சிக்கல்; Thai: ท้องผูก; Turkish: kabızlık; Ukrainian: запор; Urdu: قَبْض; Vietnamese: táo bón; Welsh: rhwymedd