ἀφύη
μακάριοι οἱ πτωχοί τῷ πνεύματι ὄτι αὐτῶν ἐστὶν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν → blessed are the poor in spirit, for theirs is the kingdom of heaven (Matthew 5:3)
English (LSJ)
[ῠ], ἡ (gen. pl. ἀφύων, not ἀφυῶν, Hdn.Gr.1.425.13),
A small fry of various fishes (cf. ἀφρός III), Epich.60,89,124, Ar.Ach.640, Hices. ap. Ath.7.285b; = μεμβράς, Hsch.; nickname of ἑταίρα, Ath. 13.586b: prov., ἀφύα πῦρ or εἶδε πῦρ ἀ. 'no sooner said than done', Zen.2.32, Eust.1150.40.—Not used in sg. by Att., acc. to Hsch. s.v. ἀφύων τιμή.
German (Pape)
[Seite 415] ἡ, gew. im plur., nach B. A. p. 473 gen. ἀφύων; Sardelle, ἰχθύδιον φαῦλον καὶ λυπρὸν, ἀργυρίζον τῇ χροίᾳ B. A. p. 472; nach Ath. XIII, 586 b λευκαὶ, λεπταὶ, τοὺς ὀφθαλμοὺς μεγάλους ἔχουσι; eigtl. von ἀφύω. weil man sie aus dem Schlamm entstanden wähnte, Ael. H. A. 2, 22, od. nach Anderen aus Schaum (ἀφρός).
Greek (Liddell-Scott)
ἀφύη: [ῠ], ἡ, (ἀλλ.’ ἐν τῇ γεν. πληθ. ἀφύων, οὐχὶ ἀφυῶν, Α. Β. 473)· κοινῶς ὑποτίθεται ὅτι εἶναι ἡ σαρδέλλα, ἀλλὰ κατὰ τὸν Yarrell καὶ Adams εἶναι διάφορόν τι εἶδος, ἡ Motella glauca, κατὰ πρῶτον ἐν Ἐπιχ. 35 Ahr., Ἀριστοφ. Ἀχ. 640, κτλ.· πρβλ. Ἀθήν. 586Β· πρβλ. ἀφρῖτις καὶ ἴδε σημ. Κοραῆ εἰς Ξενοκράτ. σ. 54.