μεμβράς

From LSJ

τὸ γὰρ ἐμφυὲς οὔτ' αἴθων ἀλώπηξ οὔτ' ἐρίβρομοι λέοντες διαλλάξαιντο ἦθος → the red fox and the roaring lion cannot change the nature born in them

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεμβράς Medium diacritics: μεμβράς Low diacritics: μεμβράς Capitals: ΜΕΜΒΡΑΣ
Transliteration A: membrás Transliteration B: membras Transliteration C: memvras Beta Code: membra/s

English (LSJ)

μεμβράδος, ἡ, a small kind of sprat or anchovy, Ar.V.493, Eup. 28, Arist.Fr.302, POxy.788 (i B.C.), Ael.NA1.58, etc.; cf. βεμβράς.

German (Pape)

[Seite 129] άδος, ἡ, eine kleine, nicht geschätzte Sardellenart; Ar. Vesp. 493; Antiphan. bei Ath. VII, 287 e. Vgl. βεμβράς.

French (Bailly abrégé)

άδος (ἡ) :
sorte de sardine ou d'anchois, poisson.
Étymologie: DELG dissimil. de βεμβράς.

Russian (Dvoretsky)

μεμβράς: άδος ἡ мембрада (мелкая дешевая рыбка) Arph., Arst.

Greek (Liddell-Scott)

μεμβράς: -άδος, ἡ, εἶδος μικρᾶς ἀφύης καὶ κατωτέρας ἀξίας, Ἀριστοφ. Σφ. 493, Κωμικοὶ παρ’ Ἀθην. 287D κἑξ. (ἔνθα οἱ τύποι μεμβρὰς καὶ βεμβρὰς ἀπαντῶσιν ἀδιαφόρως).

Greek Monolingual

μεμβράς, -άδος, ἡ (Α)
είδος μικρής άφυας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. πιθ. προέρχεται από τον τ. βεμβράς «είδος άφυας, αθερίνας», με ανομοιωτική τροπή του β- σε μ-].

Greek Monotonic

μεμβράς: -άδος, ἡ, μικρό είδος του ψαριού αντσούγια, σε Αριστοφ.

Frisk Etymological English

-άδος
Grammatical information: f.
Meaning: kind of sprat (Com., Arist.) with μεμβράδιον (Alex. Trall.);
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: Other form βεμβράς (Aristomen.) (dissimilated from there?) s. v. Fur. 217. Cf. μεμβρ-αφύα f. kind of anchovy (Com.). See Beekes, Pre-Greek, Suffixes sub -ad-.

Middle Liddell

μεμβράς, άδος,
a small kind of anchovy, Ar.

Frisk Etymology German

μεμβράς: -άδος
{membrás}
Grammar: f.
Meaning: Art Sprotte (Kom., Arist. u. a.)
Composita: μεμβραφύα f. Art Anchovis (Kom.).
Derivative: mit μεμβράδιον (Alex. Trall.);
Etymology: Nebenform zu βεμβράς und viell. daraus dissimiliert; s. d. m. Lit.
Page 2,206