κακκάω
From LSJ
Νέος πεφυκὼς πολλὰ χρηστὰ μάνθανε → Dum floret aetas, disce, quod scitum decet → In jungem Alter lerne viel, was brauchbar ist
English (LSJ)
A cacare, Ar.Nu.1384, 1390.
German (Pape)
[Seite 1299] bessere Form für κακάω, w. m. s.
Greek (Liddell-Scott)
κακκάω: «κάμνω τὰ κακκά μου», παιδικὴ λέξις, κακκᾶν δ’ ἂν οὐκ ἔφθης φράσαι, κἀγὼ λαβὼν θύραζε ἐξέφερον ἂν καὶ προὐσχόμην σε, «δὲν ἐπρόφθανες νὰ ’πῇς ἔχω κακκὰ καὶ σ’ ἔπαιρνα ἔξω καὶ σὲ κρατοῦσα νὰ τὰ κάμῃς», Ἀριστοφ. Νεφ. 1383 (Βιβλ. κακᾶν), 1390.