ἀνάπλεος

From LSJ
Revision as of 11:21, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_4)

Κρεῖττον σιωπᾶν ἐστιν ἢ λαλεῖν μάτην → Silentium anteferendum est vaniloquentiae → Das Schweigen übertrifft vergebliches Geschwätz

Menander, Monostichoi, 290
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνάπλεος Medium diacritics: ἀνάπλεος Low diacritics: ανάπλεος Capitals: ΑΝΑΠΛΕΟΣ
Transliteration A: anápleos Transliteration B: anapleos Transliteration C: anapleos Beta Code: a)na/pleos

English (LSJ)

α, ον, Att. masc. and neut. ἀνάπλεως, ων, but fem.

   A ἀναπλέα Pl.Phd.83d:—pl., nom. masc. and fem. ἀνάπλεῳ Pl. Tht.196e, Eub.98.8, neut. ἀνάπλεα Arist. de An.423a27: acc. masc. ἀνάπλεως Pl.R.516e:—quite full of a thing, πτερῶν λέγουσι ἀνάπλεον εἶναι τὸν ἠέρα Hdt.4.31; ἀ. ψιμυθίου Ar.Ec.1072, cf. Eub. l.c.; σκότους ἀ. οἱ ὀφθαλμοί Pl.R.516e, etc.    II infected, τοῦ σώματος ἀναπλέα [ἡ ψυχή] with the body, Id.Phd.83d; αὐτὸ τὸ καλὸν μὴ ἀ. σαρκῶν Id.Smp.211e; ἀ. ἐσμεν τοῦ μὴ καθαρῶς διαλέγεσθαι Id.Tht.196e.

German (Pape)

[Seite 202] Sp. = ἀνάπλεως, Arist. de an. 2, 11.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνάπλεος: -α, -ον, Ἀττ. ἀρσ. καὶ οὐδ. ἀνάπλεως, ων, ἀλλὰ θηλ. ἀναπλέα Πλάτ. Φαίδων 83D: - πληθ. ὀνομ. ἀρσ. καὶ θηλ. ἀνάπλεῳ Πλάτ. Θεαίτ. 196Ε, ἀνάπλεῳ ψιμυθίου Εὔβουλ. ἐν «Στεφανοπόλισιν» 1. 8· οὐδ’ ἀνάπλεα Ἀριστ. περὶ ψυχ. 2. 11, 6· αἰτ. ἀρσεν. ἀνάπλεως Πλάτ. Πολ. 516Ε· ἐντελῶς, καθ’ ὁλοκληρίαν, πλήρης πράγματός τινος, πτερῶν ... λέγουσι ἀνάπλεων εἶναι τὸν ἠέρα Ἡρόδ. 4. 31· ἀνάπλεως ψιμυθίου Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 1072· σκότους ἀν. οἱ ὀφθαλμοὶ Πλάτ. Πολ. 516Ε, κτλ. ΙΙ. μεμολυσμένος (ἴδε ἀναπίμπλημι ΙΙ. 2), τοῦ σώματος ἀναπλέα [ἡ ψυχή], μεμολυσμένη ἐκ τοῦ σώματος, Πλάτ. Φαίδων 83D· αὐτὸ τὸ καλὸν .. μὴ ἀν. σαρκῶν ὁ αὐτ. Συμπ. 211Ε· ἐσμὲν ἀνάπλεῳ τοῦ μὴ καθαρῶς διαλέγεσθαι ὁ αὐτ. Θεαίτ. 196Ε.