κωλυτήριος
From LSJ
οὗ δ' ἂν Ἔρως μὴ ἐφάψηται, σκοτεινός → he on whom Love has laid no hold is obscure | he whom Love touches not walks in darkness
English (LSJ)
α, ον,
A preventive, σημεῖα κ. τινός of... D.H.11.62; θῦσαι τὰ κωλυτήρια (sc. ἱερά) Iamb.VP28.141, Apollon. Mir.4: as Subst. κωλυτήριον, τό, παρατριμμάτων Dsc.1.103.
German (Pape)
[Seite 1543] verhindernd, σημεῖα κωλυτήρια τοῦ πράττειν D. Hal. 11, 62; τὰ κωλυτήρια, Opfer, um Etwas abzuwenden, Iambl.
Greek (Liddell-Scott)
κωλῡτήριος: -α, -ον, ἐμποδίζων, τινος, ἀπό τινος, Διον. Ἀλ. 11. 62· ― θῦσαι τὰ κωλυτήρια Ἰάμβλ. ἐν Βίῳ Πυθ. 141, Ἡσύχ.