ἀπασχολέω
Μηδέποτε πειρῶ δύο φίλων εἶναι κριτής → Ne recipe amicos inter arbitrium duos → Versuche nie, zu schlichten zweier Freunde Streit
English (LSJ)
A leave one no leisure, keep him employed, Luc.Philops. 14, Hld.2.21:—Pass., to be wholly occupied or engrossed, so as to attend to nothing else, περί τινα Luc.Charid.19, cf. Olymp. in Mete. 108.22; τινί ib.107.13; ἀ. ἐπὶ τῆς ἀλλοδαπῆς to be absent on foreign service, POxy.71 ii 8 (iv A. D.). II τῆς συνεχείας τῶν φυτῶν ἀπασχολούσης ἐς ἑαυτὴν τὰ βέλη rendering them of none effect, Hdn.7.2.5. III ἀ. τινὰ τῶν ἡδίστων detain him from .., Hld. 10.23.
German (Pape)
[Seite 281] durch Beschäftigung abhalten, übh. abhalten, βέλη Herodian. 7, 2, 12; pass., beschäftigt sein, περί τινα Luc. Philops. 14.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπασχολέω: ἀπασχολῶ ὡς καὶ νῦν Λουκ. Φιλόψ. 14, Ἡλιόδ. 2. 21: ― Παθ. εἶμαι ὁλωσδιόλου ἀπησχολημένος χωρὶς νὰ δύναμαι νὰ προσέξω εἰς ἄλλο τι, περὶ τινα Λουκ. Χαρίδ. 19· πρβλ. Κλήμ. Ἁλ. 778. ΙΙ. τῆς συνεχείας τῶν φυτῶν ἀπασχολούσης εἰς ἑαυτὴν τὰ βέλη, καθιστώσης αὐτὰ ἀτελεσφόρητα, Ἡρωδιαν. 7. 2.