περιφείδομαι
From LSJ
Βίος κέκληται δ' ὡς βίᾳ πορίζεται → Vi quia paratur vita, vita dicitur → Weil's auf gewaltsamem Streben beruht, heißt's Lebensgut
English (LSJ)
A spare and save alive, ἀμῶν Isyll.26; πατρός A.R.1.620, cf. Plu.Luc.3; ζωῆς AP7.534 (Alex. Aet. or Autom.). 2 to be careful, τοῦ μὴ . . [ἀφελεῖν] Archig. ap. Orib.46.25.2.
German (Pape)
[Seite 598] schonen und übrig lassen; Ap. Rh. 1, 620; τινός, Plut. Luc. 3.
Greek (Liddell-Scott)
περιφείδομαι: ἀποθ., φείδομαι, δὲν φονεύω, πατρὸς Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 620˙ ἄνθρωπε ζωῆς περιφείδεο, μὴ διακινδύνευε τὴν ζωήν σου, Θεοκρ. Ἐπιγράμμ. 9.