ἀνορύσσω

Revision as of 11:23, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_5)

English (LSJ)

Att. ἀνορύττω, pf. Pass.

   A ἀνορώρυγμαι Men.468:—dig up what has been buried, τὰ ὀστέα Hdt.2.41, Lycurg.113; ὑδρίας Ar. Av.602; τινά Id.Pax372, Plu.Ages.20; χρυσόν Luc.Cont.11.    2 ἀ. τάφον dig up, break open, destroy it, Hdt.1.68, Isoc.16.26.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνορύσσω: Ἀττ. -ττω: μέλλ. -ξω: παθ. πρκμ. ἀνορώρυγμαι Μένανδ. ἐν «Ὑδρίᾳ» 3: ― ἀνασκάπτω τι τεθαμμένον, σκάπτω καὶ ἐκβάλλω, «ξεχώννω», τὰ ὀστέα Ἡρόδ. 2. 41, Λυκοῦργ. 164. 7· ὑδρίας Ἀριστοφ. Ὄρν. 602· τινὰ ὁ αὐτ. Εἰρ. 372, Πλουτ. Ἀγησ. 20· χρυσὸν Λουκ. Χαρίδ. 11. 2) ἀν. τάφον, ἀνοίγω, ἀνασκάπτω, καταστρέφω, Ἡρόδ. 1. 68, Ἰσοκρ. 351Ε.