τεκνογονέω
From LSJ
Ὅρκον δὲ φεῦγε καὶ δικαίως κἀδίκως (κἂν δικαίως ὀμνύῃς) → Iurare fugias, vere, falso, haud interest → Zu schwören meide, gleich ob richtig oder falsch
English (LSJ)
A bear young, bear children, AP9.22 (Phil.), 1 Ep.Ti.5.14.
German (Pape)
[Seite 1082] Kinder zeugen, Philp. 26 (IX, 22).
Greek (Liddell-Scott)
τεκνογονέω: γεννῶ τέκνα, τίκτω, Ἀνθ. Π. 9. 22, Α΄ Ἐπιστ. πρ. Τιμ. ε΄, 14.