τλήθυμος
From LSJ
ἐς δὲ τὰ ἔσχατα νουσήματα αἱ ἔσχαται θεραπεῖαι ἐς ἀκριβείην, κράτισται → for extreme diseases, extreme methods of cure, as to restriction, are most suitable (Corpus Hippocraticum, Aphorisms 1.6.2)
English (LSJ)
Dor. τλάθ- [ᾱ], ον,
A of enduring soul, stout-hearted, Ὀδυσσεύς AP9.472; τ. κύων a staunch hound, Pi.Fr.234; ἀλκὰ παγκρατίου τ. Id.N.2.15.
German (Pape)
[Seite 1123] mit standhaftem Gemüthe, wie Odysseus; Ep. ad. (IX, 472); Agath. 55 (IX, 644); dreist, kühn, muthig.
Greek (Liddell-Scott)
τλήθῡμος: Δωρικ. τλάθ-, ον, ὁ ἔχων καρτερικὴν ψυχήν, καρτερόθυμος, Ὀδυσσεὺς Ἀνθ. Π. 9. 472· τλ. κύων, ἰσχυρός, εὔρωστος, Πινδ. Ἀποσπ. 258· τλ. ἀλκὰ παγκρατίου ὁ αὐτ. ἐν Ν. 2, 24.