προσεγκαλέω
From LSJ
ἡμέραν δ' ἐξ ἡμέρας ῥίπτεις κυβεύων τὸν πρὸς Ἀργείους Ἀρη → day after day you cast your dice in war against the Argives, day by day you make your throw adventuring war against the Argives
English (LSJ)
A accuse besides, ὅτι . . D.S.14.17; ὡς . . D.C.41.6: c. dat. et part., Plu.2.401b: abs., Alex.146.8, D.H.7.46, Gal.UP5.4: prov., οἱ φῶρες -καλοῦσι 'Satan rebuking sin', Lib.Ep.1134.1.
German (Pape)
[Seite 757] (s. καλέω), noch dazu anklagen, beschuldigen, vorwerfen; τινί τι, D. Cass. 41, 6; Plut.
Greek (Liddell-Scott)
προσεγκᾰλέω: ἐγκαλῶ, κατηγορῶ προσέτι, πρ. ὅτι... Διόδ. 14. 17· ὡς... Δίων Κ. 41. 6· πρ. τινί τι, exprobare alicui aliquid, Πλούτ. 2. 401Β· ἀπολ., Ἄλεξ. ἐν «Μάντεσιν» 1. 8, Διον. Ἁλ. 7. 46.