ἑκατοντακάρηνος

From LSJ
Revision as of 11:24, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_6)

οὐκ ἔστι σιγᾶν αἰσχρόν, ἀλλ' εἰκῆ λαλεῖν → keeping silence is not shameful; speaking at random is (Menander)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἑκᾰτοντακάρηνος Medium diacritics: ἑκατοντακάρηνος Low diacritics: εκατοντακάρηνος Capitals: ΕΚΑΤΟΝΤΑΚΑΡΗΝΟΣ
Transliteration A: hekatontakárēnos Transliteration B: hekatontakarēnos Transliteration C: ekatontakarinos Beta Code: e(katontaka/rhnos

English (LSJ)

Dor. -ᾱνος [κᾰ], ον,

   A hundred-headed, Pi. P.1.16.

German (Pape)

[Seite 752] hundertköpfig; Aesch. Prom. 353; Pind. P. 1, 16, in dor. Form -κάρανος, Τυφώς.

Greek (Liddell-Scott)

ἑκᾰτοντακάρηνος: Δωρ. -ᾱνος, ον, ἔχων ἑκατὸν κεφαλάς, Πινδ. ΙΙ. 1. 31, Ἀποσπ. 93· ἐν Αἰσχύλ. Πρ. 353 γράφεται νῦν ἑκατογκάρανον, ἴδε φιλολογικὰ Ποικίλα Κόντου ἐν Ἀθην. τ. Α΄, σ. 82.