καταξυράω

From LSJ
Revision as of 11:24, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_6)

ὀψὲ θεῶν ἀλέουσι μύλοι, ἀλέουσι δὲ λεπτά → the millstones of the gods grind late, but they grind fine | the mills of God grind slowly, but they grind exceedingly small

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταξῠράω Medium diacritics: καταξυράω Low diacritics: καταξυράω Capitals: ΚΑΤΑΞΥΡΑΩ
Transliteration A: kataxyráō Transliteration B: kataxyraō Transliteration C: kataksyrao Beta Code: katacura/w

English (LSJ)

   A shave close, κατεξυρημένος τὸν πώγωνα Ctes.Fr.20 M.: abs., Nic.Dam.4J.

German (Pape)

[Seite 1367] abscheeren, κατεξυρημένος τὸν πώγωνα Ctesias bei Ath. XII, 529 a.

Greek (Liddell-Scott)

καταξυράω: ἐντελῶς ξυρίζω, κείρω μέχρι τῆς ἐπιδερμίδος, κατεξυρημένος τὸν πώγωνα Κτησίας παρ’ Ἀθην. 529Α· κατεξυρημένος τε καὶ καθυπεστιβισμένος τὼ ὀφθαλμὼ Νικολ. Δαμ. 429 ἔκδ. Vales.· καλῶς ἐξυρισμένος καὶ μὲ στίμμι ἠλειμμένος.