δυσαυξής
From LSJ
Ταμιεῖον ἀνθρώποισι σωφροσύνη μόνη → Magnum horreum est hominibus temperantia → Ihr Vorratsschatz ist Menschen Mäßigung allein
English (LSJ)
ές,
A hardly or slowly growing, Arist.Aud.802a25, Thphr.CP1.8.4, J.AJ3.1.3:— also δῠσ-αύξητος, ον, Thphr.CP1.8.2.
German (Pape)
[Seite 676] ές, schwer wachsend, Theophr.
Greek (Liddell-Scott)
δυσαυξής: -ές, ὁ δυσκόλως ἢ βραδέως αὐξανόμενος, Ἀριστ. Ἀκουσ. 33· δάση καὶ πεύκη καὶ ἐλαία δυσαυξῆ Θεόφρ. Αἰτ. Φυτ. 1. 8, 4· οὕτω δυσαύξητος, ον, αὐτόθι 1. 8, 2.