ἀποβίωσις
From LSJ
Ῥᾴθυμος ἐὰν ᾖς, πλούσιος πένης ἔσῃ → Si dives es pigerque, mox iners eris → Dein Leichtsinn macht alsbald dich arm, seist du auch reich
English (LSJ)
εως, ἡ,
A ceasing to live, death, Plu.2.389a, CIG4253 (Lycia),al.
German (Pape)
[Seite 297] ἡ, das Ableben, Plut. de Εἰ ap. Delph. 9.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποβίωσις: -εως, ἡ ἐκ τοῦ βίου ἀπέλευσις, τελευτή, θάνατος, Πλούτ. 2. 389Α, Συλλ. Ἐπιγρ. 4253, κ. ἀλλ.: ― ἐντεῦθεν, ἀποβιώσιμος, ον, ἀποβιώσιμος διάταξις, διαθήκη, μεταγεν., Βυζ.