ἀμαύρωσις
μή μοι θεοὺς καλοῦσα βουλεύου κακῶς· πειθαρχία γάρ ἐστι τῆς εὐπραξίας μήτηρ, γυνὴ Σωτῆρος· ὦδ᾽ ἔχει λόγος → When you invoke the gods, do not be ill-advised. For Obedience is the mother of Success, wife of Salvation—as the saying goes.
English (LSJ)
εως, ἡ,
A darkening, ὀμμάτων ἀ. becoming dull of sight, Hp.Coac.221: later, complete hindrance to sight without any visible cause, Gal.14.776. 2 dulling, as of mind in old age, Arist. de An.408b20, cf. Diog.Oen.Fr.70 (pl.). 3 spell which renders invisible, PMag.Berol.1.222a,247. II lowering, detraction, Plu.2.149a. III = κώνειον, Ps.-Dsc.4.78. IV Astrol., name for eighth τόπος of the δωδεκάωρος, Cat.Cod.Astr.8(4).161.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμαύρωσις: -εως, ἡ, ἐπισκότισις, ὀμμάτων ἀμ., ὅταν ἀρχίσῃ τις νὰ μὴ βλέπῃ σαφῶς, Ἱππ. Κωακ. Προγν. 154: παρὰ μεταγ., ἡ παντελὴς ἐπισκότισις τῆς ὄψεως ἄνευ φανερᾶς αἰτίας, Γαλην. 14. 776. 2) ἡ ἀμβλύτης, ἡ νωθρότης τοῦ νοῦ, ὡς συμβαίνει ἐν τῇ πρεσβυτικῇ ἡλικίᾳ, «ἡ τοῦ γήρως λάρησις» (Ἀρετ.), «ξεμώραμα» (Κοραῆς), Ἀριστ. Περὶ Ψυχ. 1. 4.13. ΙΙ. δυσφημία κατὰ τῆς τιμῆς ἢ τῆς ὑπολήψεώς τινος, Πλούτ. 2. 149Α.