βρυώνη
From LSJ
Ἢ ζῆν ἀλύπως, ἢ θανεῖν εὐδαιμόνως → Felicis aevum sine malis agere aut mori → Ein Leben ohne Betrübnis oder ein seliger Tod
English (LSJ)
ἡ,
A = ἄμπελος μέλαινα, Nic.Th.939:—also βρῠ-ωνίς, ίδος, ἡ, ib.858; cf.sq.
German (Pape)
[Seite 467] ἡ, ein wildes Rankengewächs, Nic. Th. 939.
Greek (Liddell-Scott)
βρυώνη: ἡ, ἄγριόν τι φυτὸν περιπλεκόμενον ἢ ἀναρριχώμενον, Νίκ. Θ. 939· ― οὕτω βρυωνία, ἡ, Διοσκ. 4. 184· καὶ βρυωνίς, ίδος, ἡ, Νίκ. Θ. 858.