κατευθυντηρία

From LSJ
Revision as of 11:30, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_9)

ἄμπελον κόπτοντες τὴν περὶ τὸ ἱερὸν ἐσέβαλλον καὶ λίθους — → cutting down the vines 'round the sanctuary, they threw in rocks as well

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατευθυντηρία Medium diacritics: κατευθυντηρία Low diacritics: κατευθυντηρία Capitals: ΚΑΤΕΥΘΥΝΤΗΡΙΑ
Transliteration A: kateuthyntēría Transliteration B: kateuthyntēria Transliteration C: katefthyntiria Beta Code: kateuqunthri/a

English (LSJ)

ἡ,

   A carpenter's line, Sch.Il.15.410, EM740.42.

German (Pape)

[Seite 1398] ἡ, die Richtschnur, Schol. Il. 15, 410, Erkl. von στάθμη. Fem. von κατευθυντήριος, richtend, E. M. 740, 42.

Greek (Liddell-Scott)

κατευθυντηρία: ἡ, στάθμη, τεκτονικὸν ἐργαλεῖον, ᾧ κανονίζεται τὰ ξύλα (στάφνη), Σχόλ. εἰς Ἰλ. Ο. 410, Ἐτυμολ. Μέγ. 740. 42.