συνεδρίασις
χρὴ τῶν ἀγαθῶν διακναιομένων πενθεῖν ὅστις χρηστὸς ἀπ' ἀρχῆς νενόμισται → when a good man is hurt, all who would be called good must suffer with him | when good men are being dragged down, anyone with worthy credentials must feel their pain | when the noble are afflicted, those who all their lives have been deemed loyal must mourn
Greek (Liddell-Scott)
συνεδρίασις: ἡ, Ἰω. Τζέτζ. ἐπιστ. ΜϚ΄, ἔκδ. Pressel, σ. 39. ― Ἡ λέξ. ἀπὸ πολλοῦ χρόνου εἶναι ἐν πολλῇ χρήσει παρ’ ἡμῖν ἐπὶ τῆς σημασίας séance, Sitzung. Μόνον δ’ ἐσχάτως ἤρχισάν τινες νὰ τὴν σικχαίνωνται, προτιμῶντες ἀντ’ αὐτῆς τὴν παρ’ ἐνδοξοτέροις συγγραφεῦσιν ἀπαντῶσαν καὶ διὰ τοῦτο καὶ ἐν τοῖς λεξικοῖς κατακεχωρισμένην συνεδρίαν, ἥτις ὅμως τὸ πάλαι καὶ κατ’ εὐρυτέραν σημασίαν ἦτο εὔχρηστος, Συναγ. Λέξ. Ἀθησ. Κουμανούδη. ― Ἴδε Γ. Ν. Χατζιδάκι Περὶ τοῦ Γλωσσικοῦ Ζητήματος ἐν Ἀθηνᾶς τόμ. Ε΄, σ. 194.