ἡπεδανός
Ῥᾳθυμίας περίφευγε (γὰρ φεῦγε) καὶ κακοὺς φίλους → Malos amicos et levitatem omnem fuge → Die schlechten Freunde meide und Vergnügungssucht
Greek (Liddell-Scott)
ἡπεδᾰνός: -ή, -όν, (ἴδε ἐν τέλ.) ἀδύνατος, ἀσθενής, ἐπὶ τοῦ ἡνιόχου τοῦ Νέστορος, Ἰλ. Θ. 104˙ οὐχὶ ἄρτιος, χωλαίνων, ὡς ὁ Ἥφαιστος καλεῖ ἑαυτόν, Ὀδ. Θ. 311˙ ἄνδρες, χέρες Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 800, κτλ.˙ λέων Ποιητὴς παρὰ Σουΐδ.˙ ὡσαύτως ἐν τῷ πεζῷ λόγῳ παρ’ Ἱππ., ἠπ. πῦρ, μικρός, ὀλίγος πυρετός, 592. 4˙ ἐπὶ παιδίου, 601. 29, πρβλ. 624. 41. 2) μετὰ γεν., ἐστερημένος τινός, φάμας ἔσσεαι ἠπεδανὰ Ἀνθ. Π. 9. 521. ΙΙ. ἐνεργ., φέρων ἀδυναμίαν, δεῖμα Ὀρφ. Λιθ. 376. (Οἱ παλαιοὶ παράγουσι τὴν λέξιν ἐκ τοῦ νή, πέδον, ὁπόθεν καὶ ἡ γραφὴ νηπεδανὸς ἐν Ὀππ. Κ. 1. 534˙ ἀλλὰ φαίνεται ὅτι εἶναι ἁπλῶς ἐκτεταμένος τύπος τοῦ ἤπιος)˙ πρβλ. οὐτιδανός.