ἠλεὸς

From LSJ
Revision as of 11:30, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_10)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

οὐ βούλομαι δυσχερὲς εἰπεῖν οὐδὲν ἀρχόμενος τοῦ λόγου, οὗτος δ' ἐκ περιουσίας μου κατηγορεῖ → for me—but I wish to say nothing untoward at the beginning of my speechwhereas he prosecutes me from a position of advantage | but for me—I do not wish to say anything harsh at the beginning of the speech, but he prosecutes me from a position of strength

Source

Greek (Liddell-Scott)

ἠλεὸς: -ή, -όν, (ἄλη, ἀλάομαι) πεπλανημένος, ἄφρων, ἠλίθιος, φρένας ἠλεὲ Ὀδ. Β. 243∙ ὡσαύτως ἐν τῶ κατ’ ἀποκοπ. τύπῳ φρένας ἠλὲ (ὡς μέλε ἀντί μέλεε παρ’ Ἀττ.), Ἰλ. Ο. 128∙ ἠλεὰ ρέξας Καλλ. Ἀποσπ. 174, πρβλ. 173∙ ὡσαύτως ἠλεὰ ὡς ἐπίρρ., ἀνοήτως, μωρῶς, Ἀνθ. Π. 7. 639. 2) ἐνεργ., ἐπιφέρων μαγίαν, διαταράττων τὰς φρένας, οἶνος Ὀδ. Ξ. 464. ΙΙ. ἕτερος τύπος ἀλεὸς (ᾶ, ὡς φαίνεται) μνημονευόμενος ὑπὸ τοῦ Ἡρωδιαν. π. μον. λέξ. 4. 19, ἑρμηνεύεται διὰ τοῦ μάταιος ἐν Ε. Μ. 59. 45∙ οὕτως, «ἀλεόφρων, ὁ παράφρων» αὐτόθι∙ ὁ Ἡσύχ. ὡσαύτως ἔχει «ἀλαιὸς (δηλ. ἀλεός), ὁ παλαιός ἄφρων, Αἰσχύλος», (πρβλ. Σχολ. Ἀριστοφ. Λυσ. 987)∙ καὶ τὸ ῥῆμᾳ «ἀλεώσσειν, μωραίνειν».