πικραντικός
From LSJ
καὶ λέγων ὅτι Πεπλήρωται ὁ καιρὸς καὶ ἤγγικεν ἡ βασιλεία τοῦ θεοῦ· μετανοεῖτε καὶ πιστεύετε ἐν τῷ εὐαγγελίῳ → declaring “The time has been accomplished and the kingdom of God is near: start repenting and believing in the gospel!” (Μark 1:15)
English (LSJ)
ή, όν,
A disposed to bitterness. Adv. -κῶς, διατίθεσθαι S.E.M.7.367.
German (Pape)
[Seite 614] Bitterkeit erregend, bitter; διατίθεμαι, ἀψινθίου τῇ γεύσει προσαχθέντος, Sext. Emp. adv. log. 1, 367.
Greek (Liddell-Scott)
πικραντικός: -ή, -όν, ὁ εἰς πικρίαν διατεθειμένος: ― Ἐπίρρ. πικραντικῶς διατίθεσθαι Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 7. 367.