χρησιμότης
From LSJ
Τὰς γὰρ ἡδονὰς ὅταν προδῶσιν ἄνδρες, οὐ τίθημ' ἐγὼ ζῆν τοῦτον, ἀλλ' ἔμψυχον ἡγοῦμαι νεκρόν → But when people lose their pleasures, I do not consider this life – rather, it is just a corpse with a soul
English (LSJ)
ητος, ἡ,
A usefulness, Gloss.
German (Pape)
[Seite 1375] ἡ, Brauchbarkeit, Nutzbarkeit, K. S.
Greek (Liddell-Scott)
χρησῐμότης: -ητος, ἡ, οὐσιαστ. ἀφῃρ. τοῦ χρήσιμος, ὡς καὶ νῦν, ὅσα τῆς λυσιτελείας και χρησιμότητός ἐστι τῆς κοινῆς αὐτῶν Εὐσ. Ἐκκλ. Ἱστ. 9. 10, 6.